- αμουνούχιστος
- η , ο не оскоплённый, не кастрированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμουνούχιστος — η, ο [μουνουχίζω] ο μη μουνουχισμένος, μη ευνουχισμένος … Dictionary of Greek
αμουνούχιστος — η, ο αυτός που δεν ευνουχήθηκε: Τα γουρούνια δεν έπρεπε να μείνουν περισσότερο αμουνούχιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)